ἔβλαψε

ἔβλαψε
βλάπτω
disable
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • кого хочет Бог наказать, у того отнимает разум — Ср. Тут уж меня никто не уговаривал: захочет кого Господь наказать разум отымет, слепоту на душу нашлет!... П.И. Мельников. Красильниковы. 2. Ср. Вот подлинно, если Бог хочет наказать, так отнимет прежде разум. Гоголь. Ревизор. 5, 8. Городничий.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Кого хочет Бог наказать, у того отнимает разум — Кого хочетъ Богъ наказать, у того отнимаетъ разумъ. Ср. Тутъ ужъ меня никто не уговаривалъ: Захочетъ кого Господь наказать разумъ отыметъ, слѣпоту на душу нашлетъ!... П. И. Мельниковъ. Красильниковы. 2. Ср. Вотъ подлинно, если Богъ хочетъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • врежати — ВРЕЖА|ТИ (32), Ю, ѤТЬ гл. 1.Наносить увечье; вредить: все же ихъ дѣиство чистителѥскоѥ отъ˫а. имьже можаахоу врѣжати. ли пользова нѣкыимъ. (βλάπτειν) КЕ XII, 28а; строупiвыи же ре(ч): молю ти сѩ, престани, не ѡ(т)гони ихъ, болма бо ми врежаешi… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κάρφος — το (AM κάρφος) [κάρφω] 1. ξερό χόρτο, άχυρο («ὄρνιθας δὲ λέγουσι μεγάλας φορέειν ταῡτα τὰ κάρφεα», Ηρόδ.) 2. ξερό κλαδί νεοελλ. φρ. «είναι κάρφος οφθαλμών» i) είναι αντικείμενο φθόνου ii) (για τέχνη) τερατούργημα (μσν. αρχ.) παροιμ. «οὐδὲ κάρφος… …   Dictionary of Greek

  • μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… …   Dictionary of Greek

  • σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …   Dictionary of Greek

  • Αβινιόν — (Avignon).Πόλη (88.000 κάτ. τo 1999) της νότιας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Βοκλίζ, στην αριστερή όχθη του Ροδανού. Η ιδιαίτερη σημασία που κατέχει στην ιστορία ως έδρα των παπών και η γεωγραφική της θέση την κατέστησαν σημείο συνάντησης των… …   Dictionary of Greek

  • αδικίου γραφή — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι καταγγελίες που γίνονταν στην αρχαία Αθήνα για αδικήματα εναντίον της πολιτείας. Κάθε πολίτης που είχε τα νόμιμα προσόντα μπορούσε να καταγγείλει κάθε άρχοντα μετά την αποχώρησή του από την εξουσία ότι τον… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλπολ, Ρόμπερτ — (Sir Robert Walpole, Χάουτον, Νόρφολκ 1676 – Λονδίνο 1745). Άγγλος πολιτικός. Αρχηγός του κόμματος των Γουίγκς, υπήρξε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας από το 1721 έως το 1742. Η διακυβέρνησή του, αν και χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”